στο περιοδικό Οδός Πανός,τεύχος 79-80,Μάιος 1995.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 στην Αθήνα. Ήταν το μοναχοπαίδι πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας. Η μητέρα του ήταν ανηψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, στο σπίτι του οποίου ανατράφηκε. Οι προγονοί της συμμετείχαν στην έξοδο του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Ο πατέρας του - Κυπριακής καταγωγής - ήταν στρατιωτικός και συγχρόνως μαθηματικός. Μάλιστα, ως οπαδός του Βενιζέλου, είχε γίνει και υπουργός σε δύσκολες και ταραγμένες εποχές του πολιτικού βίου μας.
Το 1899 γράφεται στο Εθνικό Λύκειο και το 1905 εισάγεται στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1909, χωρίς όμως -στη συνέχεια - ν' ασκήσει κάποιο επάγγελμα σχετικό με τις σπουδές του, γιατί μόλις πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να κάνει την πρακτική άσκηση του σε κάποιο δικηγορικό γραφείο κι έπειτα να δώσει νέες εξετάσεις, «τότε παραιτήθηκα ολότελα, και διαβολόστειλα και τα νομικά και το καλό τους»!
Το 1914 υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία. «Τον Ναπολέοντα τον βαφτίσαμε Κομήτη του Χάλεϋ, που τόσο μας είχε ανησυχήσει το 1911. Τόσο σπάνια τον βλέπαμε», παρατηρεί ο Τάσος Ι. Μουμτζής, ο οποίος ήταν ο προπαιδευτής του.
Όταν ήταν μικρός, η οικογένεια του μετακόμιζε συχνά από σπίτι σε σπίτι. Τουλάχιστον δέκα μετακομίσεις, μέχρι το 1902 στο κέντρο της Αθήνας και κυρίως γύρω από την πλατεία της Ομόνοιας, τις οποίες ο ποιητής περιγράφει στην αυτοβιογραφία του. Έπειτα εγκαταστάθηκαν στο προαναφερόμενο ιδιόκτητο σπίτι, με αποτέλεσμα, «απ' τα κεντρικά μας σπίτια να βρεθούμε σε μια ερημιά - γιατί το μέρος ήταν ερημιά, για τη μικρή πρωτεύουσα της εποχής εκείνης».
Παρά το γεγονός αυτό ήταν πιστός και θερμός εραστής της Αθήνας, γιατί ταξίδεψε ελάχιστα. Όλα τα ταξίδια του Λαπαθιώτη -εκτός από ένα - γίνονται μέσα στην επικράτεια, εξαιτίας των μεταθέσεων και μετακινήσεων του πατέρα του. Αρκεί να σκεφτούμε και τον άλλο ποιητή εκείνης της εποχής, τον Κώστα Ουράνη, ο οποίος ταξίδευε συνεχώς στην Ευρώπη. Άλλωστε η αγάπη του για την πρωτεύουσα αποδεικνύεται και από τις νυχτερινές περιπλανήσεις του ποιητή «στις μικροσυνοικίες - στο Μεταξουργείο, το Θησείο, τη Δεξαμενή και. το Παγκράτι» ή ακόμα και έξω από τα όρια της Αθήνας, όπως στον Πειραιά ή το Μενίδι.
Το 1896 διαμένει για έξι μήνες στο Ναύπλιο μαζί με την οικογένεια του. Το 1897 ταξιδεύει με την μητέρα του στο Αγρίνιο, όπου τους είχε προσκαλέσει ο πατέρας, επειδή «εκεί είχαν συγκεντρωθεί τα στρατεύματα μας κατεβαίνοντας από την Ήπειρο», μετά το τέλος του πολέμου. Εκεί έμειναν «όλο το καλοκαίρι και μέρος του φθινοπώρου». Το 1903, εξαιτίας της υποψηφιότητας και εκλογής του πατέρα του ως βουλευτή, συμμετέχει στην περιοδεία της οικογένειας του στον Τΰρναβο.
Επειδή ο πατέρας του προσχώρησε στο κίνημα του Βενιζέλου, ταξίδεψε μαζί του το 1916 στη Θεσσαλονίκη. «Πολλοί παλαιοί μου φίλοι, όταν εγύρισα, έπαψαν να με χαιρετούν... τ' ότι προσχώρησα στο κίνημα κείνο ήτανε γι’ αυτούς ατιμία, που δε μπορούσε με κανένα τρόπο να μου συγχωρεθεί». Τις τελευταίες μέρες του ίδιου έτους ακολουθεί πάλι τον πατέρα του -ως ιδιαίτερος γραμματέας- στην Αίγυπτο, όπου και έμειναν τους πρώτους μήνες του 1917. Στην Αλεξάνδρεια γνωρίζεται με τον Καβάφη. Από τότε αρχίζει η φιλία των δύο ποιητών, οι οποίοι και αλληλογραφούσαν - αραιά - μεταξύ τους, μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1933.
Ο Τάκης Παπατζώνης αναφέρει μια θαλάσσια εκδρομή τους, με το πλοίο της γραμμής, στα Μέγαρα, και παρατηρεί, ότι κατά την διάρκεια της βρισκόντουσαν υπό την επίδραση της ανάγνωσης του βιβλίου του Ε.Α. Πόε «Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ». Ο Κλέων Παράσχος, τέλος, είναι εκείνος που κάνει λόγο για «μια τριήμερη αυτοκινητική εκδρομή στην Πελοπόννησο (Κόρινθο, Μυκήνες, Άργος, Ναύπλιο, Επίδαυρος) με τον Σικελιανό», του οποίου - άλλωστε - ήταν προσκεκλημένοι. Ο ίδιος επίσης μας αποκαλύπτει ότι το μοναδικό ταξίδι που έκανε συχνά ο Λαπαθιώ-της ήταν εκείνο μεταξύ Αθήνας-Πάτρας, επειδή στην τελευταία πόλη υπήρχαν οικογενειακά κτήματα, και συμπληρώνει ότι «άλλα ταξίδια ή εκδρομές στην Ελλάδα δεν πιστεύω να έκανε».
Στα γράμματα και στις τέχνες εμφανίζεται για πρώτη φορά με δημοσιεύσεις του στο περιοδικό «Διάπλαση των παίδων» το 1897 -σε ηλικία μόλις εννέα ετών- με το ψευδώνυμο «Αιθήρ». Αργότερα επανεμφανίστηκε στο ίδιο περιοδικό με το ψευδώνυμο «Όψιμος Κρίνος». Επίσημα εμφανίζεται το 1901, όταν ο πατέρας του τυπώνει το έμμετρο θεατρικό έργο του «Νέρων ο Τύραννος».
Φαίνεται ότι, εκτός από το τύπωμα, ο πατέρας του Λαπαθιώτη ανέλαβε και τις διορθώσεις του κειμένου του νεαρότατου και επίδοξου συγγραφέα. Ο ίδιος ο ποιητής -αργότερα- στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Στον Νέρωνα τον Τύραννο υπήρχε κι ένας αναχρονισμός, ένας πρώτου μεγέθους μαργαρίτης! Σε κάποιο μέρος η Οκταβία έλεγε στον Οκτάβιο, τη στιγμή που αυτός λιποψυχούσε, απ' το φλογερό τον έρωτά του:
«Αλλά, Οκτάβιε, λοιπόν, τι έχεις; Έχεις ρίγη;
Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Θέλεις σαμπάνια λίγη;»
Πριν όμως τυπωθεί, ο πατέρας μου επενέβη και μου τον διόρθωσε: «Το πρόσωπο σου χλώμιασε! Τί αφορμή σε θίγει;»
Κι έτσι το έργο είδε άμεμπτο το φως, σ' άψογους κι ομαλότατους δεκαπεντασύλλαβους».
Τέλος, το 1905, εμφανίζεται με δύο ποιήματα του, τα «Έκσταση» και «Το παράπονο του τραγουδιστή», στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού «Νουμάς». Από τότε αρχίζει να δημοσιεύει συνεχώς το έργο του σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας, της Κύπρου και της Αιγύπτου.
Όταν ήταν ακόμα παιδί, εξέδιδε σε ένα αντίτυπο μιαν εβδομαδιαία καλλιτεχνική εφημερίδα, της οποίας ο τίτλος άλλαζε συχνά: Ωχρόν Λυκόφως, Μελέτη, Πάρθιον Βέλος· γεγονός που επανέλαβε και το 1925 σε συνεργασία με τον Ν. Χάγερ-Μπουφίδη, όταν εξέδωσαν την εφημερίδα «Καλλιτεχνική και Φιλολογική Ζωή», η οποία κυκλοφόρησε μόλις τρεις φορές, κι έπειτα διέκοψε την έκδοση της.
Ήταν, επίσης, ένας από τους δέκα ιδρυτές και συντάκτες του λογοτεχνικού περιοδικού «Ηγησώ». Στην αυτοβιογραφία του -μάλιστα- μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τη διαδικασία έκδοσης του περιοδικού και τους συνεργάτες του, παρατηρώντας: «Τώρα που συλλογίζομαι το μηχανισμό εκείνης της εκδόσεως, βλέπω πως το σύστημά της ήταν τέλειο».
Το 1914 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νουμάς» το περίφημο «Μανιφέστο» του. Το κείμενο αυτό ξεσήκωσε φιλολογικές θύελλες και τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αφ' ενός μεν διότι επιτίθεται στους παλιότερους καλλιτέχνες και συγγραφείς, αφ' ετέρου δε επειδή προσκαλεί τους νεότερους να συνεργαστούν μαζί του για «το γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν».
Πρέπει να παρατηρήσουμε, όμως, ότι ο Λαπαθιώτης όχι μόνο δεν αποσκοπούσε σε αυτή την επίθεση, αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση αυτού του κειμένου. Επιφυλλίδες και άρθρα των παλιότερων συγγραφέων που τον κατακεραυνώνουν, συναντήσεις των νεότερων, οι οποίοι είχαν ενθουσιαστεί και στις οποίες δεν πήγε ποτέ ο ίδιος, αν και τον περίμεναν. Στο τέλος ο ποιητής, προκειμένου να εκτονωθεί η κρίση που είχε ξεσπάσει, ομολόγησε ότι αυτό το κείμενο το έγραψε σε μια στιγμή ανίας, επειδή δεν είχε ποιητική έμπνευση.
Μόλις το 1939, μετά από μια τριανταπεντάχρονη συνεχή παρουσία του στα νεοελληνικά γράμματα κυκλοφορεί σε βιβλίο μια πρώτη επιλογή ποιημάτων του, η οποία περιέχει πενήντα μονάχα τίτλους και όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος «αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το ένα τέταρτο της συνολικής παραγωγής του».
Ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ήταν κι αυτός υποστηρικτής του Βενιζέλου, με τον οποίον είχε γνωριστεί στη Θεσσαλονίκη το 1916. «Τα ελληνικά γράμματα περιμένουν πολλά από την πένα του κυρίου Λαπαθιωτη. Ξέρω πόσο τα τιμάτε και χαίρω εξαιρετικά που μου δίνεται η ευκαιρία να σας εκφράσω και προσωπικά τη βαθειά και ειλικρινή εκτίμηση μου», φέρεται, να είπε ο Βενιζέλος στον ποιητή, όταν συναντήθηκαν.
Άλλωστε και μερικά σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιωτη μάς δείχνουν τα σφοδρά αντιβασιλικά του αισθήματα:
«Φίλος καλός - μάλλον κακός, καθό βασιλικός
με ρώτησε αν συμπαθώ τα ζώα· κι εις εκείνου
την πρότασιν απήντησα επιγραμματικώς:
Όλα τα ζώα τ' αγαπώ - εκτός του Κωνσταντίνου».
Αργότερα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, βοήθησε κι έκρυψε στο σπίτι του «παράνομους» και κυνηγημένους. Σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν για τον Λαπαθιώτη, δεν μας αποκαλύπτουν αυτή την πτυχή της ζωής του, ενώ -αντίθετα- είναι πρόθυμοι και ικανοί να μας παρουσιάσουν άλλες -προσωπικές και ιδιαίτερες- στιγμές της. Ίσως και να μην γνώριζαν.
Πρώτος ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς μας κάνει λόγο γι' αυτό το γεγονός: «Ο Λαπαθιώτης, πριν αυτοκτονήσει, φρόντισε ν' αποκτήσει σύνδεσμο με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων, όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε, μυστικά στο σπίτι του, μια ομάδα ανταρτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα, τα όπλα του πατέρα του».
. Ο κριτικός της λογοτεχνίας, επίσης, ο Βάσος Βαρίκας, συμπληρώνει: «Σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα ακόμη χρόνια του Μεσοπολέμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες πληροφορίες, έδειχνε ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμη και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του παράνομους».
Άλλωστε έχουν δημοσιευτεί και σχετικά κείμενά του, όπως το «Τραγούδι για το ξύπνημα του Προλεταριάτου», καθώς επίσης και μερικοί στοχασμοί του για τον κομμουνισμό, όπως εκείνος της 22ας Απριλίου 1928: «Θέλω τον ερχομό της κομμουνιστικής κοινωνίας με την ελπίδα ότι αυτή μέλλει να κινηθεί πλησιέστερα προς το πνεύμα της στοργής και της δικαιοσύνης». Όντας όμως ο ποιητής ένας οξυδερκής άνθρωπος, και αντιλαμβανόμενος το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε μια θεωρία ιδεών και την πρακτική εφαρμογή της, συμπληρώνει: «Από τη στιγμή που θα πειστώ ότι δεν πρόκειται να φέρει παρά μόνο μερικές, πολύ σχετικές τροποποιήσεις των ανθρωπίνων συνθηκών και σχέσεων, χωρίς άλλα σοβαρά παρακολουθήματα, η υπόθεση αυτή θα πάψει αυτομάτως να μ’ ενδιαφέρει».
Σ’ έναν άλλο στοχασμό του 1931 παρατηρεί: «Κάθε ιδεολογία γενικά -κι η πιο αγνή κι η πιο εκλεπτυσμένη- έχει ένα πολύ λεπτό σημείο, που ξεπερνώντας το λεπτό αυτό σημείο, επιστρέφει στην ηλιθιότητα», δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη βαθύτερη αμφιβολία και τις αμφισβητήσεις του προς κάθε είδους πολιτικά συστήματα- τα οράματα και τις επαγγελίες τους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την επιστολή του Λαπαθιωτη -με ημερομηνία 1-5-1927- προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, με την οποία, «για να είμαι απολύτως συνεπής προς τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου» -όπως γράφει ο ποιητής- ζητά «τον διακανονισμό μιας υποθέσεως χαρακτήρος εντελώς προσωπικού - που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησία». Συγκεκριμένα ζήτησε τη διαγραφή του από τις δέλτους της χριστιανικής εκκλησίας. Πρέπει -επιπλέον- να προσθέσουμε ότι αυτή η ενέργεια του δεν είναι αποτέλεσμα της συμπάθειας του προς τον κομμουνισμό, αλλά -μάλλον- μια υπαγόρευση των γενικότερων αισθητικών πεποιθήσεων του ποιητή.
Ακόμα κι όσο ζούσε ο Λαπαθιώτης, αλλά -πολύ περισσότερο-μετά τον θάνατο του, γράφτηκαν πολλά και διάφορα για τον τρόπο ζωής του ποιητή. Μιας ζωής που -σαφώς- κινιόταν έξω από τα κοινά αποδεκτά πλαίσια της εποχής του, γεμάτης ακραίες εμπειρίες, που -αναμφίβολα- τον έφεραν αρκετά κοντά με το κοινωνικό γίγνεσθαι και τις ποικίλες ζυμώσεις κι εξελίξεις της εποχής του. Αν ο ποιητής ζούσε σήμερα, οι επιλογές του δεν θα προκαλούσαν ιδιαίτερες αντιδράσεις· ίσως και να μας φαίνονταν, «φυσιολογικές», σύμφωνες, σχεδόν με τους «ρυθμούς» της δικής μας εποχής.
Μέσα στα πλαίσια, όμως, της εποχής που έζησε -στη μικρή Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας- ο τρόπος ζωής τού ποιητή αποτελούσε μια διαρκή πρόκληση στα μάτια των ανθρώπων. Όμως, όπως έγραφε κι ο ίδιος ο Λαπαθιώτης, το 1908, σ’ ένα κείμενό του για τη ζωή και το έργο τού Όσκαρ Ουάιλντ, η κοινωνία μπορεί να ταράσσεται και να εκπλήσσεται, αλλά «η κοινωνία ήτο πάντοτε αρκετά ταπεινή, ώστε να βλέπει όλα τα πράγματα από κάτω...»
Δεν πρόκειται ν’ αναφερθώ στο γεγονός της ομοφυλοφιλίας του ή την χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ήδη το έχουν επιχειρήσει άλλοι, με αποτέλεσμα να γνωρίζουμε σήμερα περισσότερα για τη ζωή, παρά για το έργο του ποιητή. Η ζυγαριά έχασε την ισορροπία της, και το βάρος έπεσε στην ιδιότητα του ως «παραστρατημένου» ανθρώπου, αντί σ’ εκείνην του δημιουργού.
Άλλωστε, αυτές οι καταστάσεις πραγμάτων -το σκάλισμα και ξεψάχνισμα του βίου ενός καλλιτέχνη- ενδιαφέρουν μονάχα όσους αρέσκονται σε σκανδαλολογίες και -κατά συνέπεια- σε ηθικολογίες. Εξάλλου, οι συγκεκριμένες αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες του Λαπαθιώτη, αποτελούν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και σκέψης, τον οποίον ένας άλλος άνθρωπος περισσότερο μπορεί να βιώσει παρά να γράψει -υποθετικά- γι' αυτόν.
Αντίθετα, προτιμώ ν’ αναφερθώ στην αγάπη που έτρεφε για την μητέρα του, με αποτέλεσμα να γράψει μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του, εξ αιτίας του θανάτου της, όπως παρατηρεί ο Μιχάλης Μερακλής. Ο ίδιος θέτει και το ζήτημα αυτής της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις, όταν γράφει: «Την είπαν παθολογική, την συσχέτισαν με την ομοφυλοφιλία του (...) Η αγάπη του γιου στη μητέρα του, έστω και υπερβολική, δεν είναι ανώμαλη -αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούμε συχνά δίχως σύνεση».
Γιατί να μην αναφερθούμε και στις 154 μουσικές συνθέσεις του Λαπαθιώτη -όσες ακριβώς και τα επίσημα ποιήματα του Καβάφη-όπου «σ' όλες τις συνθέσεις, η ψυχή του ποιητή φανερώνεται ανώτερη και ψηλότερη από τις ψυχές άλλων μουσικών, τέλεια μυημένων στα μυστήρια κάθε τεχνικής επιστημοσύνης, τόσο μάταιης -αλλοίμονο- όταν λείπει το ένστικτο και το πάθος», Ή στην «υπερβολική» αγάπη, τρυφερότητα και στοργή που έδειχνε προς τα ζώα -και ιδιαίτερα στις γάτες;
«Ώσπου να ετοιμαστεί, τον περίμενα στο παλιό αρχοντικό σαλόνι του σπιτιού του, όπου μου κρατούσε συντροφιά η μητέρα του, η Μεσολογγίτισα, ενώ στα πόδια μας μπερδευόντουσαν οι πολυάριθμες γάτες του ποιητή. -Εγώ που ονειρευόμουν να πάρω στα γόνατα μου τα παιδάκια του, τώρα νταντεύω τις γάτες του, μου είπε ένα βράδυ αναστενάζοντας η μητέρα του, μαρτυρά, ένας φίλος του».
Εκτός από μερικούς στοχασμούς του με περιεχόμενο την αγάπη του ανθρώπου προς τα ζώα, ο Λαπαθιώτης στην αυτοβιογραφία του μας περιγράφει την πρώτη πραγματική οδύνη που ένιωσε, όταν ήταν παιδί, εξαιτίας του θανάτου ενός μικρού άσπρου γατιού που είχε, ενώ στο ημερολόγιο του σημειώνει ένα περιστατικό με μιαν άρρωστη γάτα που συνάντησε τυχαία μια νύχτα Χριστουγέννων στην οδό Πατησίων.
Γιατί εδώ, βέβαια, σ' αυτές τις «ιδιαιτερότητες» μπορεί να ανιχνεύσει και να εντοπίσει κανείς την ευαισθησία, την καλλιέργεια και την ποιότητα ενός ανθρώπου.
Δεν εργάστηκε ποτέ, αλλά ζούσε από τα αποθέματα της οικογενειακής περιουσίας. Όταν άρχισαν να σώνονται κι αυτά, αφού πρώτα -βέβαια- είχαν πεθάνει οι γονείς του, «άρχισε να πουλά τα πρώτα, πιο περιττά πράγματα. Προχώρησε στα κοσμήματα και στα χρυσαφικά. Συνέχισε με τ' αντικείμενα που δεν επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ποτέ: τ! ασημικά και τα παλιά σερβίτσια. Θησαυροί, όλ’ αυτά, για ένα κομμάτι ψωμί. Το κτήμα στην Πάτρα επίσης. Για να καταλήξει στα βιβλία», για το ξεπούλημα των οποίων μας παρέχει πληροφορίες ο Γιώργος Ιωάννου.
Ο θάνατος της μητέρας του το 1937 και του πατέρα του το 1941, οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες που είχε υποστεί, επεξέτειναν την -αυξανόμενη με το πέρασμα του χρόνου- μοναξιά και μελαγχολία του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί -με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια- στην αυτοχειρία, θέτοντας ένα τέλος στη ζωή του, μονάχα με «μια κίνηση περήφανη κι απλή (..) που θα 'χει κάνει ο μυς ενός δαχτύλου σ' ένα μικρό μοχλό μιας μηχανής» όπως ο ίδιος έγραψε σ' ένα πεζό ποίημα του, για τον άλλο αυτόχειρα ποιητή μας.
Η τελευταία και αναπόφευκτη λεπτομέρεια: ο ποιητής «κηδεύτηκε με έρανο έπειτ' από τέσσερις ημέρες, κατά την επιθυμία του», φοβούμενος το φαινόμενο της νεκροφάνειας, το οποίο -σε νεαρή ηλικία- είχε συμβεί στη μητέρα του.
Πηγές:
- Αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός στον Λαπαθιώτη (τεύχος 79-80, Μάιος 1995) με εκτενή μελέτη του Βαγγέλη Ψαραδάκη( πού χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Α.Β.Στρατής) για τον ποιητή.
- http://www.sarantakos.com
Αξίζει να διαβάσετε: